- σφίγκτωρ
- σφίγκ-τωρ, ορος, ὁ, poet. forA
σφιγκτήρ 1
, ib.233 (Maec.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφιγκτήρ 1
, ib.233 (Maec.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφίγκτωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ. αντί σφιγκτήρ) καθετί που σφίγγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγγω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
σφίγκτορ' — σφίγκτορα , σφίγκτωρ masc acc sg σφίγκτορι , σφίγκτωρ masc dat sg σφίγκτορε , σφίγκτωρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)